τρίγομφος

τρίγομφος
τρίγομφος [pron. full] [ῐ], ον,
A with three nails, or perh. firmly bolted, S.Fr.315 (dub.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τρίγομφος — ον, Α 1. αυτός που έχει τρεις γόμφους 2. πιθ. ο στερεά κλεισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + γόμφος «σφηνοειδές καρφί» (πρβλ. πολύ γομφος)] …   Dictionary of Greek

  • τρίγομφα — τρίγομφος with three nails neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”